τριαντάρης, -α, -ικο

τριαντάρης, -α, -ικο
1. αυτός που αποτελείται από τριάντα μονάδες.
2. αυτός που έχει ηλικία τριάντα ετών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εικοσάρης, -α, -ικο — που έχει ηλικία είκοσι ετών (πρβλ. τριαντάρης, πενηντάρης κτλ.), εικοσάχρονος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”